- ανηκόως
- ἀνηκόως επίρρ. (Α)φρ.1. «ἀνηκόως ἔχω τινός» — αγνοώ κάτι2. «ἀνηκόως ἔχω εἴς τι» — δεν έχω ακούσει ποτέ μου κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνηκόως — ἀνήκοος without hearing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)